- φοινίκασπις
- φοινῑκ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,A bearing red shields,
ἡμίθεοι B.8.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμίθεοι B.8.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινίκασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει ασπίδα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. μίκρ ασπις, χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek
φοινικάσπιδες — φοινίκασπις bearing red shields fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)